- ἐπικαλυπτήριον
- ἐπι-καλυπτήριον, τό, die Decke
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐπικαλυπτήρια — ἐπικαλυπτήριον covering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαλυπτήριος — α, ο (Α ἐπικαλυπτήριος, ον [επικαλύπτω] αυτός που χρησιμεύει για επικάλυψη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικαλυπτήριον επικάλυμμα, σκέπασμα … Dictionary of Greek